γάμος

γάμος
γᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -οισι)
1 marriage ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν (sc. Πέλοψ)

γάμον, Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.69

ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός O. 1.80

καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός sc.

Κορωνίς P. 3.13

καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.222

ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος P. 9.13

ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66

πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον P. 9.112

ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσα-

ράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114

(Ἡρακλέα)

γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.71

Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27

τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.39 φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (γάμου? v. l.) I. 8.47 γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον Μοῖρα σύμπρωτον λάβεν i. e. on his wedding night Θρ. 3. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γάμος — wedding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… …   Dictionary of Greek

  • ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γάμε — γάμος wedding masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”